αναταράσσομαι

αναταράσσομαι
αναταράσσομαι, αναταράχθηκα και αναταράχτηκα, αναταραγμένος βλ. πίν. 28 και πρβλ. αναταράζομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… …   Dictionary of Greek

  • βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • κοχλάζω — και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω) (για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση …   Dictionary of Greek

  • σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • σπαρταρώ — Ν 1. σφαδάζω, ασπαίρω, τινάζομαι σπασμωδικά («το πουλί σπαρταρούσε με σπασμένα τα φτερά») 2. αναταράσσομαι, συγκλονίζομαι από έντονη συγκίνηση ή άλλο συναίσθημα (α. «σπαρταρούσε από φόβο κρυμμένο πίσω από την πόρτα» β. «σπαρταρώ από γέλια»).… …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • αναταράζομαι — αναταράζομαι, αναταράχτηκα, αναταραγμένος βλ. πίν. 24 και πρβλ. αναταράσσομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοχλάζω — και χοχλάζω 1. βράζω με θόρυβο, αναταράσσομαι από το βρασμό. 2. φρ., «Kοχλάζω από το θυμό μου», είμαι σε βρασμό ψυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”